Υπάρχει η αντίληψη ότι ο λόγος είναι κάτι διακριτό από τις υπόλοιπες ανθρώπινες πράξεις. Ή μάλλον ότι ο λόγος δεν αποτελεί καν πράξη. Η διάκριση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη στην πολιτική ανάλυση ή στην ιστορική έρευνα, στα νομικά όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Ο ποινικός κώδικας δίνει έναν ορισμό του εγκλήματος:
"Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων, ο όρος "πράξει" περιλαμβάνει και τις παραλείψεις." [ΠΚ 14]
Ορισμένα από τα πιο γνωστά αδικήματα, αποτελούν "πράξεις", οι οποίες εξωτερικεύονται με την μορφή της έκφρασης, του λόγου.
Απάτη:
"Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται [...]" [ΠΚ 386]
Απειλή:
"Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται [...]" [ΠΚ. 333]
Ψευδορκία:
"Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται [...]" [ΠΚ 224].
Πλαστογραφία:
"Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται [...]" [ΠΚ 216]
Αυτά, όπως και πολλά άλλα, είναι ποινικά αδικήματα που τελούνται είτε με γραπτό, είτε με προφορικό λόγο, είτε με χειρονομίες και γενικά με ενέργειες διατύπωσης προτάσεων που απευθύνονται σε άλλους (στα θύματα). Αν καταλήγαμε στο ότι ο λόγος δεν αποτελεί "πράξη", τότε θα αδυνατούσαμε να δεχθούμε ότι η απάτη είναι ποινικό αδίκημα.
Υπάρχουν βέβαια και τα ειδικότερα εγκλήματα που αφορούν ως έννομο αγαθό την τιμή και την υπόληψη και διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο μέσω της έκφρασης: η δυσφήμηση (απλή και συκοφαντική), η εξύβριση, η προσβολή μνήμης νεκρού.
Απλή δυσφήμηση:
"Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται [...]" [ΠΚ 362]
Συκοφαντική δυσφήμηση
"Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται [...]" [363]
Εξύβριση
"Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363) προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται [...]" [ΠΚ 361]
Δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας
"Όποιος ισχυρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για ανώνυμη εταιρεία ορισμένο γεγονός που είναι σχετικό με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση ή γενικά τις εργασίες της ή με τα πρόσωπα που τη διοικούν ή τη διευθύνουν και που μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στης επιχειρήσεις τιμωρείται [...] Δεν τιμωρείται ο κατηγορούμενος αν αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Αν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση." [ΠΚ 364]
Προσβολή μνήμης νεκρού
"Όποιος προσβάλλει τη μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363) τιμωρείται" [ΠΚ 365]
Αυτά είναι τα ειδικότερα λεγόμενα "εγκλήματα λόγου", τα οποία ισχύουν για πάνω από 50 χρόνια στο ελληνικό ποινικό σύστημα. Και βέβαια ο νόμος περιέχει ειδικές ρήτρες απαλλαγής, όπως όταν διατυπώνεται κριτική για καλλιτεχνικό ή άλλο έργο, όταν υπάρχει "δικαιολογημένο ενδιαφέρον" που επιτρέπει την απλή δυσφήμηση (όχι όμως την συκοφαντική και την εξύβριση), ο ίδιος ο νόμος λέει ότι αυτά "δεν αποτελούν άδικη πράξη".
Εκτός από τις ποινικές διατάξεις, υπάρχει επίσης και το αστικό δίκαιο της προστασίας της προσωπικότητας, το οποίο επιστρατεύεται όταν δεν επιδιώκεται απλώς η τιμωρία, αλλά και η αποκατάσταση του θύματος, με την καταβολή λ.χ. αποζημίωσης. Εδώ η βασική διάταξη προβλέπει:
"Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον [...]" [Αστικός Κώδικας, άρθρο 57]
Πρόκειται ίσως για το πιο πολυχρησιμοποιημένο άρθρο νόμου στις δικαστικές αποφάσεις.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι κατ' αρχήν το δίκαιο δεν ανέχεται την προσβολή της τιμής και την προσβολή της προσωπικότητας των πολιτών. Η ελευθερία της έκφρασης δεν περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της την συκοφαντική δυσφήμηση, την εξύβριση, την προσβολή της προσωπικότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, περιλαμβάνει όμως την απλή δυσφήμηση, όταν πρόκειται για ενέργειες δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, όπως η πολιτική κριτική, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και η εξύβριση μπορεί να παραμείνει ατιμώρητη: όταν υπάρχει δικαιολογημένη αγανάκτηση του υβριστή από αμέσως προηγούμενη πράξη του θύματος. Αυτές οι περιπτώσεις, δεν μπορεί παρά να προϋποθέτουν στάθμιση ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενα συμφέροντα, ανάμεσα σε δύο αντίρροπα ανθρώπινα δικαιώματα: αφενός την προστασία της προσωπικότητας του θύματος, αφετέρου την ελευθερία της έκφρασης του δράστη. Δεν υπάρχει δηλαδή σε γενικό επίπεδο κάποια υπεροχή της ελευθερίας της έκφρασης έναντι της προστασίας της προσωπικότητας, ιδίως ενόψει των παραπάνω ποινικών διατάξεων που γνωρίζουν και συνταγματικό έρεισμα.
Στη στάθμιση, αναπόφευκτα, γίνεται τελικά και έλεγχος σκοπιμότητας: που αποσκοπούσε ο δράστης; Ήταν άραγε ανεκτή η όποια προσβολή για τις ανάγκες ενός δημόσιου διαλόγου; Εξυπηρετούσε ο δημόσια εκφραζόμενος έναν στόχο ανεκτό σε μία δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάθμιση αυτή προϋποθέτει τελικά μία "δίκη προθέσεων". Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κανόνες και ότι ο κάθε δικαστής αξιολογεί μόνο "κατά συνείδηση" τις προθέσεις.
Μέσα από δεκαετίες εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, έχουν διαμορφωθεί άτυποι νομολογιακοί κανόνες, δηλαδή αρχές τις οποίες από παράδοση ακολουθούν τα δικαστήρια, προκειμένου να θέσουν αντικειμενικά κριτήρια για την αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης και του κατά πόσον είναι ανεκτή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι ανάγκες λ.χ. του πολιτικού λόγου και της κριτικής σε μια προεκλογική περίοδο επιτρέπουν υπερβολές και σοκαριστικές δηλώσεις για τους πολιτικούς αντιπάλους, πράγμα που προφανώς είναι ανεκτό. Μια δημόσια καταγγελία για τις παρανομίες σε μια δημόσια υπηρεσία, όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα νομικά μέσα και έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, προφανώς και επιτρέπεται σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως πρόσφατα κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Kudeshkina κατά Ρωσίας. Oι πολιτικές απόψεις στο Διαδίκτυο, όσο αμφιλεγόμενες κι αν είναι, δεν μπορεί να διώκονται ποινικά, όπως δέχθηκε πρόσφατα η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έγκριση της Έκθεσης Λαμπρινίδη.
Στην τέχνη επίσης, τα πράγματα είναι πιο ελεύθερα. Όχι τόσο ελεύθερα όμως ώστε να μπορείς να πεις σε ένα μυθιστόρημα ότι ο Λεπέν είναι ένας βρυκόλακας που τρέφεται από το αίμα των ίδιων του των οπαδών. Η σχετική αναγραφή στο μυθιστόρημα "Η δίκη του Λεπέν" οδήγησε σε καταδίκη από τα γαλλικά δικαστήρια, ακόμη και της ίδιας της Liberation όπου το αναδημοσίευσε με 100 υπογραφές γάλλων διανοουμένων οι οποίοι δήλωναν ότι "κι εμείς θα το γράφαμε αυτό στα βιβλία μας. Tελικά ο Λεπέν δικαιώθηκε πέρσι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με μειοψηφία 4 δικαστών που ήταν αντίθετη και ενός δικαστή (του Κύπριου κ. Λουκαϊδη) που διαχώρισε τη θέση του ζητώντας περίπου μεγαλύτερη προστασία της προσωπικότητας έναντι της ελευθερίας της έκφρασης.
Τίποτε από αυτά όμως, δεν δικαιολογεί βεβαίως την απάτη, την απειλή, την ψευδορκία και την πλαστογραφία, δηλ. τα ποινικά αδικήματα που εκτέθηκαν παραπάνω. Ούτε την συκοφαντική δυσφήμηση, η οποία παραμένει πράξη πάντοτε άδικη, ακόμη κι αν υπάρχει "δικαιολογημένη αγανάκτηση" του δράστη (που δικαιολογεί μόνον την εξύβριση). Η συκοφαντική δυσφήμηση παραμένει το ποινικό αδίκημα που βρίσκεται σε αμετακίνητη θέση στο δίκαιο: δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση ανεκτή η διάδοση ψευδών περιστατικών που μπορούν να βλάψουν τρίτον, όταν αυτό γίνεται εν γνώσει του δράστη.
Ας δούμε τώρα τη θέση που έχει σε αυτό το σύστημα η αντιρατσιστική νομοθεσία.
Άρθρο 1 Ν.927/1979
1. Οστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής του, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι' αμφοτέρων των ποινών τούτων.
2. Διά των εν παρ. 1 ποινών τιμωρείται και όστις συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τεινούσας εις φυλετικάς διακρίσεις.
Άρθρο 2 Ν.927/1979
Οστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου, εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή χρηματικήν ποινήν ή και δι' αμφοτέρων των ποινών τούτων.
Η διαφορά αυτών των διατάξεων σε σχέση με τις γενικές διατάξεις για την ποινική και αστική προστασία της τιμής είναι ότι εγγράφουν στο ίδιο το κείμενο και τον προστατευόμενο σκοπό, δηλαδή δίνουν ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό στοιχείο που εξυπηρετεί την στάθμιση των αγαθών "προσωπικότητα"-"ελευθερία έκφρασης". Σε αντίθεση με τις γενικές διατάξεις περί προσωπικότητας, οι διατάξεις του αντιρατσιστικού νόμου έρχονται να προσδιορίσουν δεσμευτικά ότι η φυλετική και η εθνική καταγωγή αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και προστασίας από το δικαιϊκό σύστημα.
Οι διατάξεις αυτές βρίσκονται σε εναρμόνιση όχι απλώς με την γενική προστασία της προσωπικότητας, αλλά και με την ειδικότερη συνταγματική αναφορά του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά το οποίο:
"Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων."
Ο Ν.927/1979 λοιπόν ποινικοποιεί τις πράξεις που απευθύνονται κατά των παραπάνω αγαθών των ευρισκόμενων στην Ελληνική Επικράτεια (προσοχή: όχι μόνο των Ελλήνων πολιτών!): ζωή, τιμή, ελευθερία, όταν οι πράξεις αυτές στρέφονται εναντίον τους λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών: εθνικότητα, φυλή και θρήσκευμα (προστέθηκε αργότερα).
Υπάρχουν κι άλλοι νόμοι που προστατεύουν από τις παραβιάσεις δικαιωμάτων με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά:
- ο Ν.2472/1997 προστατεύει ως "ευαίσθητα δεδομένα" την φυλετική κι εθνική καταγωγή, τις πολιτικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, την υγεία, την ερωτική ζωή κλπ. Βασίζεται στην κοινοτική Οδηγία 95/46 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
- ο Ν.3304/2005 για την ίση μεταχείριση στον χώρο της εργασίας δεν επιτρέπει τις διακρίσεις με βάση κριτήρια όπως τα παραπάνω. Βασίζεται στην κοινοτική Οδηγία 2000/78 για την ίση μεταχείρηση στο χώρο της εργασίας.
- ο Ποινικός Κώδικας, στο άρθρο 79 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) αναφέρει ότι για κάθε ποινικό αδίκημα "η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση".
Το Δίκαιο, περιλαμβάνοντας ως βασικές του συνιστώσες διαχρονικά και διατοπικά τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί την έννοια της προσβολής αγαθών, όταν η προσβολή αποσκοπεί έμπρακτα στην ίδια την παραβίαση των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας. Θα ήταν παράλογο, αν ίσχυε διαφορετικά: το ίδιο το δίκαιο θα υπονόμευε τον εαυτό του.
Αφού αναγνωρίζεται αντικειμενικά και γενικά ότι η προσβολή της προσωπικότητας αποτελεί πράξη μη ανεκτή από το δίκαιο, τότε η προσβολή της προσωπικότητας για λόγους που ανάγονται σε ένα θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού (όπως η εθνική - φυλετική καταγωγή, το θρήσκευμα, οι πολιτικές πεποιθήσεις και ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου ) δεν μπορεί να είναι ανεκτές από το δίκαιο. Και είναι σαφώς θετικό ότι αυτές οι ειδικές κατηγορίες στοιχείων της προσωπικότητας προσδιορίζονται ρητώς σε νομοθετικό κείμενο, ώστε να μην χρειάζεται η αναζήτησή τους σε νομολογιακούς κανόνες (που δεν είναι και δεσμευτικοί στο δικό μας νομικό σύστημα).
Στο πεδίο των πολιτικών ιδεών μπορεί βέβαια οποιοσδήποτε να υιοθετεί και να προπαγανδίζει οποιαδήποτε πολιτική στάση επιλέγει: δεν πρόκειται να βρει εμπόδια στον Ν.927/1979, ούτε στην παραπάνω νομοθεσία. Αντιθέτως, προστατεύεται από το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν απαγορεύεται στην Ελλάδα να είναι κάποιος σταλινικός ή ναζιστής. Απαγορεύεται να καλεί σε πράξεις βίας εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, απαγορεύεται να στοχοποιεί άτομα ή ολόκληρες ομάδες πληθυσμού λόγω ενός σωματικού ή πνευματικού τους χαρακτηριστικού.
Δεν απαγορεύεται να μιλά κανείς με λόγια σκληρά ή απαξιωτικά για τους πολιτικούς του αντιπάλους ή να εκθέτει δημόσια τα συμπεράσματα της προσωπικής του έρευνας και ανάλυσης. Απαγορεύεται να οργανώνεται ή να συμμετέχει σε ομάδες που επιδιώκουν τις φυλετικές διακρίσεις, γιατί αυτό δεν είναι ανεκτό από το ίδιο το Σύνταγμα. Η Πολιτεία θα παρανομούσε αν το επέτρεπε.
Από εκεί και πέρα, οι ποινές είναι ο τιμοκατάλογος της παρανομίας. Στο μέτρο που δεν υπάρχει προληπτική απαγόρευση κυκλοφορίας ενός έργου (ενέργεια που επιτρέπεται από το Σύνταγμα κατά το άρθρο 14 παρ. 3) δεν μπορεί να γίνει λόγος για λογοκρισία. Λογοκρισία σημαίνει ότι απαγορεύεις στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με το κείμενο που έχει κριθεί προσβλητικό. Άλλο αυτό όμως κι άλλο να καταδικάζεται ο συγγραφέας σε αποζημίωση ή φυλάκιση (που αποτελεί κοινο μυστικό ότι είναι μια συμβολική ποινή που δεν εκτελείται) κι άλλο να έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία του ίδιου του έργου. Στην περίπτωση της απαγόρευσης κυκλοφορίας υπάρχει αποκλεισμός των αναγνωστών, ενώ στην περίπτωση της καταδίκης του συγγραφέα υπάρχει μια συμβολική εκ των υστέρων πολιτειακή επίπληξη.
Έτσι η σχέση του Ν.927/1979 με το γενικό δίκαιο για την προστασία της ελευθερίας και της ισότητας είναι αρμονική στο μέτρο που εξειδικεύει συγκεκριμένους σκοπούς προσβολών εννόμων αγαθών και κατοχυρώνει με ασφάλεια δικαίου την περίπτωση των ειδικών προσβολών προσώπου ή ομάδας λόγω εθνικής-φυλεκτικής καταγωγής και λόγω θρησκεύματος.
Δεν περιορίζει ο αντιρατσιστικός νόμος την ελευθερία της έκφρασης in abstracto, αφού η προσβολή της τιμής κατ' αρχήν βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της ελευθερίας της έκφρασης.
Ούτε περιορίζει την πολιτική ελευθερία, αφού η προσβολή εννόμων αγαθών πληθυσμιακών ομάδων λόγω φυλετικών ή πνευματικών τους χαρακτηριστικών δεν αποτελεί στοιχείο πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά αντιθέτως παραβίαση των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας.
Η ανοχή στη διαφορετικότητα είναι ίσως η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί αυτό το πολιτειακό περιβάλλον, η ανοχή αυτή δεν μπορεί παρά να είναι υποχρεωτική για όλους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ανοχή σημαίνει αποδοχή. Έτσι, η επιδίωξη επιβολής της "μηδενικής ανοχής" (προσοχή: όχι η απλή θεωρητική και γενική υποστήριξή της) δεν μπορεί να αποτελεί μια συστημικά αποδεκτή "διαφορετικότητα", σε μια δημοκρατική κοινωνία.
7 σχόλια:
Σύμφωνα με το άρθρο 24 Ν. 1419/1984 (ΦΕΚ Α' 28), όπου στον παρόντα νόμο αναφέρονται η φυλετική ή εθνική καταγωγή, προστίθεται και η περίπτωση "του Θρησκεύματος".
φαντάζομαι λοιπόν ότι είσαι υπέρ της επαναποινικοποίησης συνθημάτων όπως "μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι" και του σχετικού αδικήματος της περιύβρισης αρχής.
Όχι δεν είμαι υπέρ και διαφωνώ με όσους επεκτείνουν την συζήτηση σε μελλοντικά νομοθετήματα ως "κασσάνδρες".
Έχω μπροστά μου έναν συγκεκριμένο νόμο, μια συγκεκριμένη νομική παράδοση προστασίας της τιμής, ένα Σύνταγμα και μια ΕΣΔΑ και λέω ότι ο 927 δεν είναι ξένο σώμα.
Παρά το γεγονός οτι βρίσκω την ανάρτηση ενδιαφέρουσα, θεωρώ οτι είναι ανευ νοήματος. Αν η υπόθεση Πλεύρη απέδειξε κάτι είναι οτι η εφαρμογή του δεν είναι θέμα νομικής επάρκειας αλλά πολιτικής βούλησης.
Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξος. Η νομολογία του ΑΠ μπορεί να μεταβληθεί.
Στην Ελλάδα ζούμε - τα πάντα μπορεί να μεταβληθούν. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να υπάρχει η ανάλογη ώθηση, είτε στη μορφή της πολιτικής βούλησης, είτε στη μορφή της κοινής γνώμης. Και οι δύο είναι συνεπείς σε μια στάση που έχει μείνει σταθερή τα τελευταία 65 χρόνια - μόνο η πτώση του Τείχους έφερε ορισμένες αλλαγές.
Μακάρι να μπορούσα να συμμεριστώ την αισιοδοξία σου αλλά η πραγματικότητα δε μου το επιτρέπει.
Φρέσκο.
Δημοσίευση σχολίου